μεροκαματιάρης

μεροκαματιάρης
και ημεροκαματιάρης και μεροκαματάρης, ο, θηλ. μεροκαματ(ι)άρισσα
ημερομίσθιος εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεροκάματο + κατάλ. -ιάρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεροκαματιάρης — ο θηλ. ισσα ο εργάτης που παίρνει μεροκάματο, ο μεροδουλευτής: Νοίκιασα το δωμάτιο σ’ ένα μεροκαματιάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • αυθημερινός — αὐθημερινός, ή, όν (AM) 1. ο αυθήμερος* 2. «μίσθιος αὐθημερινός» ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. «σοφὸς αὐθημερινός» αυτοσχέδιος σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ημερινός < ημέρα] …   Dictionary of Greek

  • ημεροδουλιάρης — και μεροδουλιάρης, ο [ημεροδούλι] μεροκαματιάρης …   Dictionary of Greek

  • ημεροκαματιάρης — ο, θηλ. η μεροκαματιάρισσα [ημεροκάματο] βλ. μεροκαματιάρης …   Dictionary of Greek

  • ημερομίσθιος — α, ο 1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες») 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει …   Dictionary of Greek

  • μεροδουλευτής — ο [μεροδουλεύω] μεροκαματιάρης …   Dictionary of Greek

  • μεροδούλης — ο [μεροδούλι] αυτός που δουλεύει με μεροκάματο, μεροκαματιάρης …   Dictionary of Greek

  • σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ …   Dictionary of Greek

  • χεροδούλης — ο, Ν χειρώνακτας, μεροκαματιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + δουλειά (πρβλ. μερο δούλης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”